- ἀναγραφῆς
- ἀναγραφεύςrecordermasc nom plἀναγραφεύςrecordermasc nom/voc plἀναγραφήinscribingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
καταλοχισμός — καταλοχισμός, ὁ (Α) [καταλοχίζω] 1. η κατανομή σε λόχους 2. βιβλίο αναγραφής εδαφών που διανέμονταν στους στρατιωτικούς 3. εγγραφή ονομάτων σε φορολογικό κατάλογο … Dictionary of Greek
προχρηματίζω — ΜΑ μσν. προφητεύω αρχ. 1. διεξάγω προηγουμένως χρηματικές υποθέσεις 2. (για όν. σε σειρά αναγραφής) αναφέρομαι στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρηματίζω «διεξάγω χρηματικές υποθέσεις»] … Dictionary of Greek
συνταγογραφία — η, Ν το σύνολο τών κανόνων αναγραφής τών ιατρικών συνταγών … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek